- ὑπάρχουσαν
- ὑπάρχωbeginpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπαρχουσᾶν — ὑπάρχω begin pres part act fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανανεώνω — και ξανανεώνω (Α ἐξανανεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. κάνω πάλι νέα ανανέωση 2. μέσ. (για συμβάσεις, χρεωστικά γραμμάτια κ.λπ.) ανανεώνομαι και πάλι αρχ. επαναφέρω και πάλι σε ισχύ ή σε ένταση κάτι, ανανεώνω («συγγένειαν αὐτῶν ἐξανανεοῡνται τοῑς… … Dictionary of Greek
εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε … Dictionary of Greek
συναναιρώ — έω, Α 1. σηκώνω κάποιον με τη βοήθεια άλλου 2. φονεύω κάποιον μαζί με άλλον ή καταστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. καταστρέφω εντελώς («τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν συνανεῑλες», Iσοκρ.) 4. (το παθ.) συναναιρούμαι, έομαι καταστρέφομαι συγχρόνως ή… … Dictionary of Greek
συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… … Dictionary of Greek
συντειχίζω — Α 1. οχυρώνω έναν τόπο με τείχος από κοινού με άλλους 2. περιβάλλω με το ίδιο τείχος δύο πόλεις ή, γενικά, δύο τόπους («τὴν παλαιὰν πόλιν πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν συντειχίζειν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τειχίζω (< τεῖχος)] … Dictionary of Greek